Γεωλογια Ακροπολης
Διαπιστώθηκε ότι ο λόφος ήταν κατοικημένος από την 3η χιλιετία π.Χ. Εκεί υπήρχε συνοικισμός καθώς επρόκειτο για φυσικό οχυρό, με πρόσβαση μόνο από τη δυτική πλευρά, ενώ η επάνω επιφάνεια του λόφου ήταν αρκετά πλατιά ώστε να μπορεί να κατοικηθεί, στις δε πλαγιές υπήρχαν υδάτινες πηγές. Ο Θουκυδίδης μάλιστα γράφει ότι «ἡ Ἀκρόπολις ἡ νῦν οὖσα πόλις ῆν» . Το μέγαρο του τοπικού άρχοντα βρισκόταν στη θέση όπου πολλούς αιώνες αργότερα χτίστηκε το Ερέχθειο. Συν τω χρόνω ο άρχοντας του συνοικισμού της Ακρόπολης απέκτησε μεγάλη δύναμη και κάποια στιγμή ένωσε υπό την εξουσία του με ειρηνικό τρόπο ολόκληρη την Αττική με εξαίρεση την Ελευσίνα. Η παράδοση λέει ότι ο άρχοντας που ένωσε τους συνοικισμούς της Αττικής ήταν ο Θησέας. Το γεγονός αυτό τοποθετείται στο δεύτερο ήμισυ της δεύτερης προ Χριστού χιλιετίας. Ο κίνδυνος εχθρικών επιδρομών ανάγκασε τον ηγεμόνα αυτό να οχυρώσει την Ακρόπολη με ένα τείχος από μεγάλες πέτρες, το γνωστό αργότερα ως Κυκλώπειο Τείχος
Ο λόφος της Ακρόπολης, βρίσκεται στην περιοχή της Αθήνας, η οποία ανήκει σε μια ευρύτερη τοπογραφική λεκάνη, περικλειόμενη από τα όρη της Πάρνηθας, του Αιγάλεω, της Πεντέλης και τον Υμηττό. Η κορυφογραμμή του λόφου προσεγγίζει το σχήμα μίας έλλειψης, επιμηκυμένη στην κατεύθυνση Ανατολή-Δύση. Το μήκος του κυρίου άξονα -της νοερής αυτής έλλειψης- έχει υπολογιστεί στα 250 μέτρα περίπου, ενώ ο μικρότερος άξονας (το πλάτος) εμφανίζει μήκος περί τα 150 μέτρα. Η απότομη τοπογραφία στις βόρειες, ανατολικές και νότιες πλευρές του λόφου οφείλεται στη σχετικά μεγάλη κλίση των ασβεστολιθικών στρωμάτων (> 30°) τα οποία και επικάθονται στον υποκείμενο Αθηναϊκό Σχίστη. Το δε ύψος του βράχου από το περιμετρικό του έδαφος είναι μεταξύ 60 και 70 μέτρων και από το επίπεδο της θάλασσας είναι 156 μέτρα. Ο λόφος της Ακρόπολης απέχει από την ακτογραμμή του Φαλήρου 6 χιλιόμετρα.
Από γεωλογικής άποψης ο λόφος αντιπροσωπεύει μία στρωματογραφική ακολουθία χωρίς ασυμφωνίες, με ομαλή μετάβαση γεωλογικών στρωμάτων που φανερώνουν συνθήκες κανονικής (χωρίς διακοπές) ιζηματογένεσης. Οι κύριοι γεωλογικοί σχηματισμοί, που συναποτελούν την Ακρόπολη, είναι οι εξής:
Οι Ασβεστόλιθοι Ανωκρητιδικής ηλικίας (100 έως 65 εκατομμύρια χρόνια)
Πρόκειται για αλλόχθονους (i) παχυστρωματώδεις, ογκώδεις ασβεστόλιθους της Άνω Κρητιδικής ηλικίας, οι οποίοι είναι γνωστοί στη βιβλιογραφία και ως «Σχηματισμός Τουρκοβούνια». Τα ασβεστολιθικά αυτά πετρώματα χρονολογούνται στα 100 και πλέον εκατομμύρια χρόνια πριν. Στην πραγματικότητα, το πέτρωμα αυτό καθ’αυτό δεν ήταν στην ίδια μορφή με αυτή σήμερα. Το πρωτόλειο στάδιο του σημερινού ασβεστόλιθου είναι ένα αρχικό, μαλακό ίζημα, το οποίο αποτέθηκε 120 χιλιόμετρα νοτιότερα της σημερινής τοποθεσίας του λόφου και ύστερα από έντονες διαγενετικές διεργασίες (ii), μετουσιώθηκε στα ασβεστολιθικά πετρώματα που παρατηρούνται σήμερα στην Αθήνα.
Τεκτονική επαφή των ασβεστολιθικών πετρωμάτων με τον υποκείμενο κλαστικό Αθηναϊκό Σχίστη (που καλύπτεται από τη βλάστηση) στη νότια κλιτύ του λόφου της Ακρόπολης. Η βλάστηση αποτελεί κύριο κριτήριο και διαγνωστικό στοιχείο για τη διάκριση των δύο αυτών γεωλογικών σχηματισμών και συνεπώς τον εντοπισμό της επαφής μεταξύ τους. Η φορά των βελών δείχνει πάντα προς το σώμα που υπέρκειται
Η γεωλογική ιστορία της Ακρόπολης διαμορφώνει την ανθρώπινη ιστορία της
Η Ακρόπολη της Αθήνας, μία από τις σημαντικότερες τοποθεσίες της παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, είναι αναμφιβόλως ένας μοναδικός ιστορικός/αρχαιολογικός χώρος. Ωστόσο, το γεωλογικό της υπόβαθρο, όπως το περιγράψαμε ανωτέρω, είναι ένα επιπρόσθετο χαρακτηριστικό, που εξηγεί και φωτίζει την επιλογή των πιο παλαιών μας προγόνων να κατοικήσουν στον βράχο αρχικώς και, πολύ-πολύ αργότερα, την απόφαση των αρχαίων Ελλήνων να κατασκευάσουν τον ναό του Παρθενώνα στον λόφο αυτό. Η ιερότητα της γης του Κέκροπα, οι παραδόσεις, η ιστορία αλλά επιπλέον και η γεωλογία της περιοχής (της οποίας τη συμπεριφορά οι άνθρωποι εκείνοι αποδεικνύεται πως γνώριζαν καλά) φαίνεται πως υπαγόρευαν τότε και καθοδηγούν και σήμερα υποσυνείδητα την ανθρώπινη σκέψη. Σε κάθε περίπτωση, η γεωλογία της Ακρόπολης παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για τη διατήρηση του λόφου στο πέρασμα του χρόνου και ως αποτέλεσμα συνδυασμού πολλών, διαφορετικών αλλά και αλληλένδετων επιστημονικών προσεγγίσεων. Η κατανόηση λοιπόν των χαρακτηριστικών αυτών εννοιών ίσως είναι και το μοναδικό κλειδί για τη γεωδιατήρηση του λόφου, την ανάδειξή του ως υψίστης σημασίας Γεωτόπου και την αναγόρευσή του σε απόλυτο Γεωλογικό Μνημείο παγκόσμιας ανακάλυψης.
Σχέδιο της Ακροπόλεως κατά τους προϊστορικούς χρόνους.
Σχέδιο της Ακροπόλεως κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, προ της καταστροφής της πόλης από τους Πέρσες (480/79 π.Χ.).
Η Ακρόπολις στα χρόνια της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Ηριδανός ποταμός
Ο Ηριδανός ήταν ποτάμι της Αρχαίας Αθήνας, συγκεκριμένα παραπόταμος του Ιλισού. Πήγαζε από τον Λυκαβηττό και διέσχιζε την αρχαία πόλη των Αθηνών από
ανατολικά προς στα δυτικά. Αν και αποτελούσε έναν από τους πρώτους
ποτάμιους κλάδους της αρχαίας Αθήνας, το αποτέλεσμα των παρεμβάσεων λόγω
των ανθρώπινων αναγκών με το πέρασμα των χρόνων, ήταν η πλήρης
εξαφάνιση του ποταμού κάτω από επιχωματώσεις και κατασκευές. Σήμερα
είναι ορατή μόνο η κοίτη του ποταμού πλάτους δύο μέτρων στον
αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού
(δίπλα στην Ιερά Πύλη), η οποία διασχίζει τον χώρο των ανασκαφών
(νεκρόπολη Κεραμεικού) από ανατολικά στα δυτικά για περίπου 200 μέτρα.
Με τις έρευνες που έγιναν για την κατασκευή του Μετρό (1992) ήρθαν στο
φως πληροφορίες για τον ξεχασμένο ποταμό.
Με πηγή στην νότια πλαγιά του Λυκαβηττού το ποτάμι έρεε νοτιοανατολικά
προς στην σημερινή πλατεία Συντάγματος και κατόπιν κατηφόριζε
βορειοδυτικά προς στον Κεραμεικό βγαίνοντας από την πόλη στο ύψος της
Ιερής Πύλης. Ακολουθούσε την τότε Ιερά Οδό
(στις όχθες του έχει γίνει ανασκαφή ταφικών μνημείων) για μερικές
εκατοντάδες μέτρα για να καταλήξει στον Ιλισό (περίπου στο ύψος της
οδού Πειραιώς).
Κατά το 4ο π.χ αιώνα στην περιοχή του Κεραμεικού και λόγω των
υπερχειλίσεων του ποταμού είχε δημιουργηθεί ελώδης περιοχή με παχύ
στρώμα λάσπης και αργίλου. Τότε ξεκίνησαν έργα για την υπόγεια
αποστράγγιση των στάσιμων νερών και την κατασκευή των κεραμικών
εργαστηρίων της περιοχής των δύο δήμων (έσω και έξω Κεραμικού).
Στην Κλασική εποχή,
λόγω της πυκνότητας της δόμησης πλέον, το ποτάμι άρχισε να δέχεται τα
λύματα του άστεως και σύντομα μετατράπηκε σε βούρκο. Κατόπιν επί
Αδριανού (117-138 μ.Χ.) αποφασίστηκε ο εγκιβωτισμός του. Το ποτάμι
καλύφθηκε από πλινθόκτιστο θόλο (αυτός που είναι ορατός στην πλατεία
Μοναστηρίου), επιχωματώθηκε και μετατράπηκε σε υπόνομο.
Ο Ηριδανός με την κοίτη του, είναι στην ουσία ο συλλεκτήρας της ροής των νερών που πηγάζουν και προέρχονται από τους λόφους του κέντρου. Τον Λυκαβηττό, την Ακρόπολη, τον Άρειο Πάγο και τον λόφο Νυμφών.
Συλλέγοντας αυτά τα νερά ο Ηριδανός, έχουμε στοιχεία που μας υποδεικνύουν ότι, τα οδηγούσε προς την περιοχή του Κεραμεικού όπου εκεί σχηματιζόταν ένα έλος, δεδομένου ότι τα νερά λίμναζαν εκεί και το οποίο τροφοδοτούνταν από τις εποχιακές υπερχειλίσεις των νερών του Ηριδανού ποταμού.
Συλλέγοντας αυτά τα νερά ο Ηριδανός, έχουμε στοιχεία που μας υποδεικνύουν ότι, τα οδηγούσε προς την περιοχή του Κεραμεικού όπου εκεί σχηματιζόταν ένα έλος, δεδομένου ότι τα νερά λίμναζαν εκεί και το οποίο τροφοδοτούνταν από τις εποχιακές υπερχειλίσεις των νερών του Ηριδανού ποταμού.
Σύμφωνα με τον Στράβωνα, οι πηγές του Ηριδανού ποταμού βρίσκονταν κοντά στους νότιους πρόποδες του Λυκαβηττού,
απέναντι από τις πύλες του Διοχάρους, όπου βρίσκεται και η Πάνοπος
κρήνη. Ο Παυσανίας στα Αττικά του πιστοποιεί την παρουσία του Ηριδανού
στην Αθήνα και μάλιστα αναφέρει ότι τα νερά του κατέληγαν στον Ιλισό
ποταμό.Η αξιολόγηση και ερμηνεία
ιστορικών-αρχαιολογικών δεδομένων, στοιχείων γεωφυσικών διασκοπήσεων και
γεωτρητικών δεδομένων οδήγησε στην αναπαράσταση της πιθανής διαδρομής
του Ηριδανού ποταμού κάτω από τη σημερινή Αθήνα. Οι πηγές του Ηριδανού
βρίσκονταν στις νότιες πλαγιές του Λυκαβηττού. Ο ποταμός ακολουθούσε
διαδρομή προς τα νοτιοανατολικά και έφτανε στη σημερινή περιοχή του
Συντάγματος. Στη συνέχεια ακολουθούσε βορειοδυτική πορεία για να
καταλήξει στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού. Η περιοχή αυτή
αποτελούσε ένα τοπογραφικό βύθισμα που δεχόταν τα νερά της ευρύτερης
περιοχής σχηματίζοντας ένα έλος, η έκταση του οποίου μεταβαλλόταν
ανάλογα με την εποχιακή απορροή των πηγών του ποταμού. Τελικός αποδέκτης
των νερών του Ηριδανού ήταν ο Ιλισός, στην περιοχή της σημερινής
συμβολής της Ιεράς Οδού με την οδό Πειραιώς, ή πιθανόν αρκετά πιο
δυτικά.
Ο Ηριδανός ποταμός αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του «αττικού τοπίου» και ακόμη και στο μικρό μήκος του στην περιοχή του Κεραμεικού συνιστά έναν υγροβιότοπο που, έστω και στη μορφή αυτή, πρέπει να αναδειχθεί.
Η Αττική των υδάτων.
Όσον αφορά το νερό, η χώρα δεν έχει ούτε άφθονες πηγές, ούτε λίμνες,ούτε ποτάμια με συνεχή ροή.(Πλούταρχος, Σόλων, 23)Η «λεπτόγεως» Αττική, με το ξηρό κλίμα και τις σχετικά λίγες βροχοπτώσεις, ανέκαθεν είχε πρόβλημα επάρκειας υδάτινων πόρων.Τρεις ποταμοί διέσχιζαν κατά την αρχαιότητα την αττική γη, ο Κηφισός, ο Ίλισσός και ο Ηριδανός. Εκτός από αυτούς στην αθηναϊκή πεδιάδα έρρεαν και δυο μικρότεροι χείμαρροι, ο Κυκλοβόρος και ο Σκίρος.Ο Κηφισός ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις ποταμούς. Πηγάζοντας από την Πάρνηθα και διαρρέοντας το δυτικό μέρος της πεδιάδας, εξέβαλλε στο Φαληρικό Δέλτα. Ο Ίλισσός, που είχε τις πηγές τουστις υπώρειες του Υμηττού, διέρρεε το ανατολικό τμήμα της πεδιάδας και χυνόταν στον Κηφισό. Τόσο ο Κηφισός όσο και ο Ίλισσός ήταν περισσότερο χείμαρροι παρά ποταμοί με την έννοια της συνεχούς ροής. Το καλοκαίρι ή σε περιόδους ανομβρίας μεταμορφώνονταν σεμικρά ρυάκια, ενώ το χειμώνα, και κυρίως μετά από καταρρακτώδεις βροχές, πλημμύριζαν τα χαμηλότερα σημεία της πεδιάδας προκαλώντας καταστροφές. Η εικόνα που παρουσίαζαν μέχρι και το πρώτομισό του 20ού αιώνα, οπότε η κοίτη τους διευθετήθηκε ή καλύφθηκε εντελώς, δεν ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν της αρχαιότητας.
Ηριδανός, το ποτάμι του αθηναϊκού άστεως.
Μικρότερος ποταμός από τους δύο προηγούμενους, αλλά με αφθονότερα καθώς φαίνεται νερά, ήταν ο Ηριδανός.Κατά τους προϊστορικούς χρόνους ο ποταμός βρισκόταν εκτός κατοικημένης περιοχής, όχι όμως πολύ μακριά από τον οικισμό, και οι Αθηναίοι που κατοικούσαν στα βόρεια και δυτικά της Ακρόπολης είχαν κοντά τους το ρυάκι για να προμηθεύονται πόσιμο νερό.Με την πάροδο των αιώνων τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, καθώς ο μικρός οικισμός των προϊστορικών χρόνων έδωσε τη θέση του σε μια πυκνοκατοικημένη πόλη με στενούς δρόμους και άναρχη δόμηση.Ο Ηριδανός που βρέθηκε να κυλά στη μέση της πόλης άρχισε να δέχεται λύματα με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε βούρκο.Για το λόγο αυτό κάποια εποχή ο ποταμός καλύφθηκε και μετατράπηκε σε κλειστό αγωγό. Η κάλυψη του Ηριδανού ίσως άρχισε με την ανοικοδόμηση της πόλης μετά τη λήξη των περσικών πολέμων (478π.Χ.). Πιθανότερο όμως θεωρείται το έργο να υλοποιήθηκε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Μετά την μετατροπή σε κλειστό αγωγό του τμήματος που διέσχιζε την πόλη, η ελεύθερη ροή του ποταμού περιορίστηκε στο εκτός των τειχών τμήμα.
Ο ευρωπαϊκός Ηριδανός
Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι υπήρχε ένας ευρωπαϊκός ποταμός ομώνυμος με τον αθηναϊκό Ηριδανό. Τον τοποθετούσαν στο δυτικό τέλος του κόσμου και θεωρούσαν ότι εκβάλλει στη Βόρεια Θάλασσα,ενώ στις όχθες του αφθονούσε το ήλεκτρο (κεχριμπάρι).Κατά την αρχαιότητα δεν υπήρχε ομοφωνία για τη θέση του ευρωπαϊκού Ηριδανού. Άλλοι θεωρούσαν ότι επρόκειτο για τον Ροδανό και άλλοι τον ταύτιζαν με τον Πάδο.Ο ευρωπαϊκός Ηριδανός συνδέεται με το μύθο του Φαέθοντα. Ο νεαρός γιος του Ήλιου, οδηγώντας μια μέρα το άρμα του πατέρατου στον ουρανό, έπεσε μέσα στον Ηριδανό χτυπημένος από τον κεραυνό του Δία. Οι κόρες του Ήλιου, απαρηγόρητες για το θάνατο του αδερφού τους, θρηνούσαν στις όχθες του ποταμού. Τα δάκρυά τους καθώς έπεφταν στο νερό γίνονταν κεχριμπάρι και ο ποταμός έλαμπε χρυσαφένιος. Οι Ηλιάδες έμειναν εκεί να θρηνούν τον Φαέθοντα ώσπου ο Δίας τις μεταμόρφωσε σε λεύκες να γέρνουν αιώνια πάνω από τα χρυσαφένια νερά.
Αναζητώντας τον χαμένο Ηριδανό
Νεότεροι μελετητές παρατήρησαν ότι ο Ηριδανός δεν αναφέρεται συχνά από τους αττικογράφους ως ένα από τα ποτάμια της Αθήνας. Αυτόπρέπει να οφείλεται στο γεγονός ότι ο ποταμός ήταν καλυμμένος ήδη από την αρχαιότητα και σταδιακά η ύπαρξή του λησμονήθηκε.Το 19ο αιώνα περιηγητές και τοπογράφοι, όπως οι W. M. Leake, L.Ross και K. Wachsmuth, θεωρούσαν τον Ηριδανό ως έναν παραπόταμο του Ίλισσού, με τις πηγές του να βρίσκονται στην Καισαριανή,ενώ ο H. G. Lolling τον ταύτιζε με ένα ρυάκι που πήγαζε από τους ΒΔ πρόποδες του Λυκαβηττού και περνούσε μπροστά από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.Το 1888 ο αρχιτέκτονας W. Dörpfeld σε άρθρο του ταύτισε το ρέματης Αγίας Τριάδας με τον Ηριδανό και σχεδίασε την πορεία του:«...το θεωρώ ως σίγουρο ότι στην κλασική αρχαιότητα στους πρόποδες του Λυκαβηττού πήγαζε ένα ρυάκι από μία ή περισσότερες πηγές, που έρρεε στο μέσο της πόλης, περνούσε τα τείχη της δυτικά του Διπύλου, περιέβαλλε σε τόξο τους ΒΔ πρόποδες της περιοχής και χυνόταν στον Ίλισσό. Αυτό το ρυάκι ήταν ο Ηριδανός».Ωστόσο η σύγχυση για το ποιος ήταν ο Ηριδανός εξακολουθεί να υπάρχει στο ευρύ κοινό και αρκετοί Αθηναίοι εξακολουθούν να τον ταυτίζουν με παραπόταμο του Ίλισσού. Οι μαρτυρίες όμως αρχαίων συγγραφέων και περιηγητών καθώς και τα αποτελέσματα της σύγχρονη έρευνας αποδεικνύουν ότι πρόκειται για δύο ποτάμια με διαφορετικές πηγές.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου